αστράγγιστος

αστράγγιστος
η , ο [ος , ον ], αστράγγιχτος, η , ο
1) не отделённый от воды; полный влаги;

αστράγγιστα μακαρόνια — неслитые макароны;

2) непроцеженный, невыжатый;
3) неосушенный, не выпитый до дна;

δεν αφήνει το ποτήρι του αστράγγιστο — он всегда пьёт до дна


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αστράγγιστος" в других словарях:

  • αστράγγιστος — αστράγγιστος, η, ο και αστράγγιχτος, η, ο 1. αυτός που δε στραγγίστηκε, ασούρωτος: Η μυζήθρα είναι ακόμη αστράγγιχτη. 2. αυτός που δεν άδειασε εντελώς από το υγρό που είχε: Πάντα φρόντιζε να μην αφήνει το ποτήρι του αστράγγιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αστράγγιστος — ιχτος και ιγος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει στραγγιχθεί, που δεν έχει υποστεί διήθηση («αστράγγιστο γιαούρτι») 2. εκείνος που είναι ακόμη βρεγμένος γιατί δεν του αφαιρέθηκε αρκετό υγρό με συμπίεση ἡ άπλωμα («αστράγγιστα ρούχα», «αστράγγιστο… …   Dictionary of Greek

  • αδιήθητος — η, ο (Α ἀδιήθητος, ον) [διηθῶ] αδιύλιστος, αφιλτράριστος, αστράγγιστος …   Dictionary of Greek

  • ασούρωτος — η, ο 1. ο αστράγγιστος 2. αυτός που δεν τα χει σουρώσει, δεν έχει μεθύσει 3. (για φορέματα) χωρίς σούρες, χωρίς πτυχές …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»